- εκβιασμός
- chantage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εκβιασμός — ο η χρησιμοποίηση βίας, απειλών ή η σκόπιμη παράλειψη οφειλόμενων ενεργειών ώστε εκείνος ο οποίος υφίσταται τον εκβιασμό να εξαναγκαστεί χωρίς ελευθερία βουλήσεως να εξυπηρετήσει αθέμιτους σκοπούς τού εκβιαστή … Dictionary of Greek
εκβιασμός — ο η εκβίαση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκάνγκστερ — ο μέλος εγκληματικής οργάνωσης, η οποία κατά σύστημα αποσπά χρήματα με εκμετάλλευση δραστηριοτήτων όπως η χαρτοπαιξία, η πορνεία, το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και ο εκβιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < (αγγλ.) gangster < gang «συμμορία» + (επίθημα) … Dictionary of Greek
εκβίαση — Νομικός όρος του ποινικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 385 του Ποινικού Κώδικα όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται… … Dictionary of Greek
ζόρισμα — το [ζορίζω] πίεση, καταναγκασμός, εκβιασμός … Dictionary of Greek
παραγγελία — η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν [παραγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου τού οποίου αυτός που τό στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
Χίτσκοκ, Άλφρεντ — (Hitchock, 1899 – 1980). Άγγλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε το 1929, με το φιλμ Εκβιασμός και ακολούθησαν οι ταινίες που τον έκαναν διάσημο σε ολόκληρο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων αναφέρουμε τα Τριάντα εννέα βήματα και Η… … Dictionary of Greek